Οι ιδέες...

Μπορείτε να αντισταθείτε στην εισβολή των στρατών, αλλά είναι αδύνατο να αντισταθείτε στην εισβολή των ιδεών...

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Εντυπώσεις από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής "Ζωής Χαρμολύπη" της Δ. Πένογλου






Ο Σύλλογος Φίλων Βιβλίου Ν. Πέλλας σε συνεργασία με τη ΔΗΚΕΠΑ Πέλλας και τις εκδόσεις Σμάπου το Σάββατο 26 Απριλίου, στην Αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πέλλας παρουσίασε  την ποιητική συλλογή της Δέσποινας Πένογλου «Ζωής Χαρμολύπη». Αυτή η ποιητική ανθολογία θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα Φυτολόγιο, στις σελίδες του οποίου κολλήθηκαν με επιμέλεια και φροντίδα, φύλλα από το γεμάτο περιβόλι της Ζωής της.
Τα ποιήματα έχουν άρωμα Ψυχής. Η Ψυχή δε χωρά σε φιλολογικές επιμέλειες. Οπότε, αυτούσια η συλλογή περνά στα χέρια του αναγνώστη, χωρίς νοθείες, χωρίς διορθώσεις. Εξάλλου στη Ζωή το πρωτόλειο Βίωμα έχει την πιο γλυκιά γεύση, εκείνη η αυθόρμητη ιαχή του Εαυτού μας, που δεν προλαβαίνει να προσποιηθεί τίποτε άλλο από αυτό που πραγματικά είναι: το Αληθινό του Εγώ, αποτυπωμένο στις σελίδες ενός Ποιητικού Ημερολογίου.
Στην εκδήλωση ερμηνεύτηκαν μελοποιημένα 2 ποιήματα της Δέσποινας Πένογλου. Την μελοποίηση ανέλαβε ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ενώ την ερμηνεία των τραγουδιών απολαύσαμε από την Ευγενία Ζαμπάογλου
και την Βασιλική Κωνστναντίνου . Επίσης, η μικρή Ευαγγελία Χατζηπέτρου  έντυσε με σόλο βιολί  μέρος της εκδήλωσης.
Η κεντρική εισηγήτρια ήταν  η φιλόλογος Κατερίνα Ευσταθίου και προσέγγισε την ποίηση και την εν λόγω ποιητική συλλογή με τον δικό της τρόπο. Ακολουθεί η εισήγησή της:

«Ο πολιτισμός μας είναι γνωστό πως έχει δύο σκέλη. Το ένα σκέλος είναι ο υλικός πολιτισμός και το άλλο είναι ο πνευματικός. Όταν από τα δύο σκέλη του πολιτισμού μας το ένα, που είναι ο υλικός πολιτισμός, υπερτροφεί, τότε το άλλο, ο πνευματικός, είναι καταδικασμένος να ατροφήσει. Η κοινωνία μας είναι, λοιπόν, υλιστική. Αυτό είναι γεγονός. Ο άνθρωπος απασχολείται μονομερώς με την ατομική του ύπαρξη και την ευζωία του, σκέφτεται και δρα ωφελιμιστικά και κερδοσκοπικά, λατρεύει τις αισθησιακές απολαύσεις και κάθε υλικό προϊόν.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που καταφέρνουν να συλλάβουν μια μικρή ηλιαχτίδα από τον πνευματικό κόσμο, κάτι αγγίζουν. Αυτοί είναι εκείνοι που καταπιάνονται με το μαγικό κόσμο της ποίησης, όσο παράξενος κι απόμακρος και μακριά από τις αισθήσεις και τις δυνατότητες του ανθρώπου κι αν φαντάζει ο κόσμος αυτός.
Ο καθένας μπορεί να καταπιαστεί με την ποίηση, λένε οι ποιητές, αρκεί να είδε στη ζωή του «μια μαύρη έναστρη νύχτα» για να ξυπνήσει ο κόσμος του αόρατου, της ψυχής…». Αυτός είναι ο κόσμος της ποίησης. Είναι το άγγιγμα ενός άλλου κόσμου  «η ομορφιά και το φως…. η διεισδυτική και συνάμα μεταμορφωτική επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα, που επεχείρησε ανέκαθεν η υψηλή ποίηση… το μυστήριο …. που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε Ομορφιά.».
Η Ποίηση, λοιπόν, είναι Τέχνη και, μάλιστα, η Τέχνη που οδηγεί  «στο βασίλειό της, που είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης» και που για να βρούμε το βασίλειο αυτό πρέπει «να βυθιστούμε στον εαυτό μας, στις ρίζες που φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς μας, αρκεί να σκαλίσουμε βαθιά μέσα μας και να βρούμε ένα καταφύγιο όπου κανένας θόρυβος απ’ έξω δε θα φτάνει.».
Ευλογημένος αυτός που αξιώνεται να φτάνει στους Αγίους Τόπους της Ψυχής του! Εκεί που ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του, για να αναλάβει εκείνη, η Ποίηση,  και να προχωρήσει μέσα στην απαγορευμένη ζώνη, το μαγικό εκείνο μέρος που διαπιστώνουμε πως είμαστε Άνθρωποι… γιατί η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε;
Σχεδόν κάθε ποιητής έχει βασανιστεί να ορίσει τι είναι η ποίηση και πάσχισε να βρει τι είναι αυτό που ξεσηκώνει μέσα του σα θύελλα ασυγκράτητη την επιθυμία του να εκφραστεί με στίχους, με λόγια ακατανόητα πολλές φορές, με λέξεις παράξενα συνταιριασμένες η μία με την άλλη και άλλες φορές πάλι, δονώντας η ποίησή του μελωδία. Κι ακόμη πασχίζοντας να δώσει σχήμα και μορφή στους χτύπους της καρδιάς του ή σε εικόνες παράξενες από έναν άλλο κόσμο δικό μας, όμως μακρινό και φευγαλέο, ποθητό όσο τίποτε άλλο, όμως σαν όνειρο άπιαστο. 
Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκη, στο ποίημά του «Συνομιλία μ' έναν φοροεισπράκτορα περί ποιήσεως» εκφράζει πολύ εύγλωττα αυτή την αγωνία του ποιητή για τη μεγάλη του ανάγκη αλλά και την ανυπέρβλητη δυσκολία να γράφει ποιήματα:

Αρχίζεις να σπρώχνεις μια λέξη στο στίχο
κ' η λέξη δε μπαίνει.
Επιμένεις και σπάει.
Η ποίηση — είν' ένα ταξίδι
σ' άγνωστη χώρα.
Η ποίηση — είναι ταυτόσημη
με την παραγωγή ραδίου.
Για μια και μόνο λέξη
λιώνεις χιλιάδες τόννους
γλωσσικό μετάλλευμα.
Όσο πάει αγαπώ λιγότερο
όσο πάει λιγότερο τολμώ
η πιο φρικτή απόσβεση
είναι, η απόσβεση του νου και της καρδιάς.
Όταν ο ήλιος θ' ανατείλει
σαν καλοθρεμμένος κάπρος
σ' ένα μέλλον δίχως αναπήρους και ζητιάνους
εγώ θα 'χω πεθάνει στην ψάθα
μαζί μ' άλλους δυο τρεις του συναφιού μου.
Συντάξτε από τώρα
τον μεταθανάτιο ισολογισμό μου!
Το βεβαιώνω και ξέρω πως δεν πέφτω έξω:
απ' όλους αυτούς
τους σημερνούς καταφερτζήδες
αυτούς που γλείφουνε ποδιές και πλένε στα λεπτά
μονάχα γω θα μείνω βουτηγμένος μες στα χρέη.
Ο ποιητής
μένει πάντοτε χρεώστης
απέναντι στον κόσμο.
Πληρώνει πάντα τόκους και υπερημερίες
για τον πόνο των ανθρώπων.
Μένω χρεώστης
απέναντι στη φωτοχυσία του Μπρόντγουέυ
απέναντι σε σας, σύννεφα της Βαγδάτης
απέναντι στον Κόκκινο Στρατό, στις βυσινιές της Ιαπωνίας
που δεν πρόφτασα ως τώρα
να τις τραγουδήσω.
1926 [πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Διάλεξα, Εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα 1984, σ. 72-73]
 «Το ποίημα, σε κάθε περίπτωση είναι πνευματικό προϊόν και καρπός βασανιστικού συχνά μόχθου. Είναι ένας μικρόκοσμος που οικοδομείται με τα υλικά της γνώσης και της συγκίνησης για τα ανθρώπινα, της εκφραστικής τόλμης και της πολύτιμης εκείνης αίσθησης της ελευθερίας που χαρίζει η υπέρβαση αυτού που μας πληγώνει.
Και τίθεται το ερώτημα στην εποχή μας: «Αλήθεια, όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω αφορούν και ενδιαφέρουν το σύγχρονο άνθρωπο ή μήπως η ποίηση είναι τελικά μια ενασχόληση που αφορά ελάχιστους και, ίσως λίγο «διαφορετικούς», ανθρώπους;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Η ποίηση αφορά όλους. Γιατί, αν ρωτήσουμε «τι είναι ποίηση» όλοι απαντούν με προθυμία, γιατί δεν υπάρχει σχεδόν άνθρωπος που να μην είναι βέβαιος ότι ξέρει στα σίγουρα τι είναι ποίηση —και τούτο αντικρούει, βέβαια, τον ισχυρισμό ότι δήθεν «δεν ενδιαφέρεται κανείς». Έτσι, οι άνθρωποι λένε ότι «Η πραγματική ποίηση έχει αλήθεια», «έχει πάθος», «έχει υψηλά, προσιτά ή σημαντικά νοήματα». «Η πραγματική ποίηση έχει συγκίνηση», «μουσικότητα», «δυνατά συναισθήματα», «αυθορμητισμό» ή «εκφράζει» —δηλαδή έχει και την ιδιότητα να εκφράζει— όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη...
... Και με ποιον αλάνθαστο τρόπο θ' ανιχνεύσει και θα μετρήσει ο οποιοσδήποτε μέσα στα κείμενα την «συγκίνηση»; Και ποια θα πρέπει να είναι η αλήθεια που ψάχνουμε; Σίγουρα όχι ο κόσμος από την σκοπιά των επιστημών. Στο ποίημα δεν αναζητούνται μαθηματικές, ηλεκτρονικές, νομικές, οικονομικές βεβαιότητες. Ούτε διαβάζονται τα ποιήματα για να πληροφορηθούμε τις αλήθειες της καθημερινότητάς μας. Μένει ο κόσμος ως «άλλη διάσταση», μένουν τα πράγματα της καρδιάς, τα πράγματα της συνείδησης….
Γι’ αυτό και όλοι μας έχουμε έστω ένα ποίημα που αγαπάμε, που μας ανήκει κατά κάποιο τρόπο, γιατί έγινε κομμάτι της προσωπικότητάς μας κι ας μην έχουμε απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίηση». Άλλωστε, τα περιθώρια για καινούργια έργα είναι ανεξάντλητα κι έτσι θα υπάρχουν πάντα περιθώρια για νέες θεωρίες. Η ποίηση «γεννιέται» αδιάκοπα. Ο οριστικός ορισμός θα μπορούσε να διατυπωθεί μόνο όταν θα 'χε γραφτεί και το τελευταίο ποίημα.».

Η δική μας ποιήτρια είναι εδώ μπροστά μας, μιλάει ή ίδια για τα ποιήματά της, τα απαγγέλλει με τη δική της φωνή, με το δικό της συναίσθημα, με τους παλμούς της καρδιάς της και μας επιτρέπει ν’ αφουγκραστούμε τα βιώματα, τις συγκινήσεις, τα συναισθήματά της, να ρίξουμε μια ματιά στη ζωή της και να τη νιώσουμε. Να βρούμε λίγο τον εαυτό μας σε ό,τι την έκανε να σταθεί με ευλάβεια και να το μετουσιώσει σε εικόνες και σε μελωδία.
Φιλοσοφεί, όταν διαπιστώνει τις αντιθέσεις της ζωής, σαν κάπως οι παλιοί δάσκαλοι, οι πυθαγόρειοι μίλησαν για τη θεωρία των «ἐναντίων». Στον κόσμο, λένε αυτοί, υπάρχει αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στα όμοια, αλλά και ανάμεσα στα αντίθετα. Οι αντιθετικές αυτές δυνάμεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοκαθορίζονται. Αυτό το νόημα εκφράζει η Δέσποινα Πένογλου, όταν γράφει πως «Σαν να ‘τανε δίδυμα, φυτρώνουνε αντάμα, τ’ αγκάθι με το λούλουδο, το γέλιο με το κλάμα».
Κι αλλού αναρωτιέται αυτό που όλοι μας έχουμε πασχίσει να δώσουμε απάντηση «Τι είναι, φίλε μου, η ζωή;». Δίνει τις δικές της απαντήσεις «βουτιές, λέει, από εμπειρίες», «μια πινελιά στο άπειρο», «μικρή σταγόνα της βροχής», «η κάθε στιγμή βελονιά στης ψυχής μας το υφαντό», «μια στιγμούλα δανεική», και έτσι ανοίγει διάλογο με τον εαυτό της και με τον αναγνώστη και καλεί τον καθένα να δώσει τις δικές του απαντήσεις, αν μπορεί να υπάρξει ποτέ απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Και, αν η ποιητική συλλογή ξεκίνησε με ένα ποίημα – ερώτημα, στο τέλος επανέρχεται στο θέμα, όχι όμως πλέον ως προβληματισμός, αλλά ως διαπίστωση, στέρεη απάντηση όπως προέκυψε από τις εμπειρίες που της χάρισε απλόχερα η ίδια της η ζωή. «Τι είναι, φίλε μου, η ζωή;» «χειμώνας και άνοιξη μαζί, μια κρύο μια δροσιά, συννεφιά και ξαστεριά, παλίρροια και άμπωτης μαζί, χαρά και λύπη, δρόμος μετ΄ εμποδίων, αγώνας για αλήθεια, δρόμος προσφοράς, μια λάμψη μια πνοή…»
Έχοντας απόλυτη επίγνωση της συντομίας και της ασημαντότητας της ανθρώπινης ζωής, γράφει «Ο χρόνος είναι βιαστικός, αυτό δεν το έχεις νιώσει, άλλα προσμένεις απ’ αυτόν, μ’ αυτός σ’ έχει προδώσει», και αυτή την παροδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης την αντιπαραθέτει με την αιωνιότητα και τη μεγαλοσύνη του Θεού που τον καθιστά παντοδύναμο Βοηθό και Συμπαραστάτη στη ζωή της. «Εύχομαι, γράφει, πάντα του Θεού πάνω σου να ‘ναι η χάρη», και αλλού «Εσώψυχη ικεσία σήμερα, αυθόρμητα αναβλύζει, ο Θεός στην οικογένειά σου, χρόνια ευλογίας να χαρίζει», όταν απευθύνεται με τα ποιήματά της στα αγαπημένα πρόσωπα, όπως στα εγγόνια της «Παναγιά μου, δέεται μέσα από τους στίχους της, δώσε χρόνια, σαν της λεμονιάς τα κλώνια, να ξυπνά, να μεγαλώνει, σαν δενδρί κλαδιά ν’ απλώνει».

Όπου κι αν σταθείς στην ποίηση της Δέσποινας, θα ανακαλύψεις τις αγάπες, τις ανησυχίες, τους φόβους και τα βιώματά σου. Τη λατρεία και την περηφάνια για την οικογένεια. Το σεβασμό και τα βαθιά συναισθήματα για τους γονείς και τα αδέλφια, για το δάσκαλο, θα συναντήσεις τον πόνο του αποχωρισμού από τα αγαπημένα πρόσωπα, τη γλυκύτητα από τις αναμνήσεις της νιότης, το πάλεμα στη ψυχή για την αποδοχή του θανάτου. Θα σκοντάψεις πάνω στην έγνοια για την πατρίδα και άθελά σου, θα ταυτιστείς μαζί της, όταν θρηνεί ή προσεύχεται για τη σωτηρία της.
Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο η ποίησή της, επομένως και η ίδια η ποιήτρια, είναι στραμμένη προς τη ζωή και πόσο αποτελεί μέγα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γι αυτό και πολλές φορές, διαβάζοντας τα ποιήματά της, ένιωσα πως διάβαζα σελίδες από το προσωπικό της ημερολόγιο, γιατί, ενώ το βιωματικό στοιχείο σε άλλους ποιητές είναι μια πρώτη ύλη που περνά από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, για αυτήν η ποιητική έκφραση σημαίνει κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποίηση, με όλες τις εξάρσεις  που της υπαγορεύει η ευαισθησία και τα βιώματά της. Γι’ αυτό και οι επιδράσεις στο έργο της είναι πιο πολύ  επιδράσεις ζωής, αφού φαίνεται ότι όχι μόνο η ποίηση, αλλά και η ίδια προέρχεται από τις προσωπικές της σχέσεις.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η ποίηση της Δέσποινας Πένογλου κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος, συνήθως γύρω από τα βασικά μοτίβα της χαράς και της λύπης στην ανθρώπινη ζωή, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα, σε γυναικεία ευαισθησία, με χαλαρή κάποτε και αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια εξουδετερώνει τα μειονεκτήματά της με τον αυθόρμητο παλμό της καρδιάς της που γίνεται ποιητική φωνή.»